φαίνομαι

φαίνομαι
(αόρ. φάνηκα)
1) быть видным, виднеться; 2) появляться, показываться; έχει καιρό να φανεί από δώ он давно не появлялся здесь; 3) проявляться, выявляться, обнаруживаться (о намерениях; о недостатках); φάνηκε καλός (κακός, ανίκανος) он оказался хорошим (плохим, неспособным); φάνηκε ότι... оказалось, что...; 4) казаться, выглядеть;

φαίνομαι νεώτερος παρ' ότι είμαι — выглядеть моложе своих лет;

φαίνεται εΰκολο (δίκαιο)... — кажется лёгким (справедливым)...;

5) казаться, представляться (кому-л.);

μου φαίνεται ότι... — мне кажется, что...;

έτσι σού φαίνεται — тебе так кажется;

πώς σού φαίνεται; — как ты думаешь?, что ты (на это) скажешь?;

πώς σού φάνηκε; каково твоё впечатление?, как тебе показалось?;

δεν μού φαίνεται — не думаю;

όπως σού φανεί как тебе будет угодно;
λέγω ό, τι μού φανεί говорить всё, что взбредёт в голову; 6) απρόσ. видимо, видно, кажется; по всей вероятности;

φαίνεται, ότι (πώς) θα βρέξει — кажется, будет дождь;

ως (δπως, καθώς) φαίνεται — по-видимому, видимо, вероятно; — судя по всему


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φαίνομαι" в других словарях:

  • φαίνομαι — φαίνομαι, φάνηκα βλ. πίν. 225 (και ως απρόσ. φαίνεται) Σημειώσεις: φαίνομαι : η μτχ. χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (το φαινόμενο) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

  • φαίνομαι — φάνηκα 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, γίνομαι θεατός, διακρίνομαι: Από εδώ φαίνεται η θάλασσα. 2. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, κάνω την εμφάνισή μου: Άργησε, δε φάνηκε ακόμη. 3. εκδηλώνομαι, δείχνομαι, προμηνύομαι: Η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί. 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαίνομαι — φαίνω A ren. pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθοφέρνω — φαίνομαι ανόητος, ή φέρομαι σαν ανόητος, κουτοφέρνω …   Dictionary of Greek

  • αγουροφέρνω — φαίνομαι άγουρος …   Dictionary of Greek

  • αγριοφέρνω — φαίνομαι άγριος, αγριωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. άγριος + φέρνω] …   Dictionary of Greek

  • ακροδείχνω — φαίνομαι λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + δείχνω] …   Dictionary of Greek

  • ασπρουδίζω — φαίνομαι σχεδόν άσπρος …   Dictionary of Greek

  • μαυροφέρνω — φαίνομαι μαύρος, έχω τις αποχρώσεις τού μαύρου χρώματος («σαν τα ροδοχαράματα στοιχειά, που μαυροφέρνουνε», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • μικροδείχνω — φαίνομαι μικρότερος στην ηλικία από ό,τι είμαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»